- μονόσκορδον
- μονό-σκορδον, τό,A garlic growing by itself, PMag.Par.1.2211.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] … Dictionary of Greek
μονόσκορδον — garlic growing by itself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)